ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΕΜΑΛΛΙΑΣΩ ΤΗ ΣΚΛΕΝΑΡΙΚΟΒΑ.


Ο φίλος μου τώρα τελευταία, όταν βρισκόμαστε σπίτι μπροστά στη τηλεόραση και παρακολουθεί όλες τις θηλυκές υπάρξεις των διαφημήσων του μόντελιγκ και των σήριαλ, με αγνοεί προκλητικά και ολοκληρωτικά. Λατρεμένη του η Στυλούδη. Ένα ανερχόμενο πληθωρικό μοντέλο.
-Και τι έχει αυτή που δε το έχω εγώ; Του λέω μια μέρα γεμάτη πίκα.
-Άλλο πράγμα εσύ ρε παιδί μου μου λέει.
-Δηλαδή όταν λες άλλο πράγμα τι εννοείς;
-Εσύ είσαι μια κυρία. Ποτέ δε θα έβγαινες έτσι ντυμένη δε σου πάει δεν είναι στο τύπο σου.
-Εδώ κάνεις λάθος του λέω δεν θα έβγαινα ποτέ έτσι ντυμένη γιατί δεν είναι  στον δικό σου τύπο όχι στο δικό μου. Τρέχεις με τη μεζούρα λίγο πριν βγω για να μετρήσεις το μήκος της φούστας μου κι έπειτα με συμβουλεύεις να ξεπατικώνω τις χορογραφίες της Στυλούδη για να σου κάνω πριβέ σόου. Και παίρνω και κακές κριτικές!
Επιτέλους θέλω να ξέρω τι είμαι; Είμαι επιτυχημένη σεμνή για σένα; Ή μήπως είμαι αποτυχημένη εξώλης και προώλης; Σε ποιόν ρόλο τα καταφέρνω η γυναίκα; Μήπως από τους ρόλους έχω γίνει απλώς θέατρο; Προσπαθείς να μάθω πως μια αξιοπρεπή λογίστρια σαν του λόγου μου, μετατρέπεται τις νύχτες κρυφά από τους επίτιμους φίλους σου, σε Ξαβιέρα Χολάντερ. Μήπως σαν λογίστρια έχω περισσότερη επιτυχία;

Θύμωσα. Δεν ήθελα άλλωστε και πολύ και την άλλη μέρα πήγα στη δουλειά φορώντας μια κόκκινη μίνι φουστίτσα σε στυλ ζωνάρι. Έμοιαζα σα να δραπέτευσα από παρωδία παραμυθιού. Ίδια η κοκκινοσκουφίτσα δηλαδή που κυνηγάει η λιμάρα να κατασπαράξει το σαστισμένο κακό λύκο. Στο δρόμο για το γραφείο, επί της Εγνατίας, πέρασε μια τρελή νταλίκα με το νταλικιέρι κρεμασμένο απ’ το παράθυρο  που μου φώναζε ο αθεόφοβος μπροστά στους περαστικούς, να κάτσω δίπλα του για να μάθω τι θα πει άντρας. Οι διερχόμενοι με κοίταξαν με τη πρωινή θολούρα στα μάτια σα να έλεγαν: άλλο ένα νούμερο πρωί-πρωί!

Όταν έφθασα στη δουλειά πήγα και χώθηκα πίσω απ’ το γραφείο κι έριξα τα μούτρα μου στον υπολογιστή. Ο προϊστάμενος λες και ήταν βαλτός κάθε τόσο με σήκωνε για τιμολόγια, αποδείξεις και ισολογισμούς. Πήγαινα κι ερχόμουν ως διαγωνιζόμενη σε βραδιά καλλιστείων και οι συνάδελφοι κρυφογελούσαν και σιγομουρμούριζαν εις βάρος μου

Στις τρεις πριν σχολάσω, ο διευθυντής φώναξε εμένα κι έναν συνάδελφό μου το Λύσανδρο στο γραφείο του.
-Ευθυμία μου κάνει πίσω απ’ τα γυαλιά του ξέρεις πόσο σε σέβομαι.
-Ξέρω.
-Σκέφθηκα πολύ γι αυτή τη προαγωγή. Πιστεύω ότι την αξίζεις εσύ. Όμως τελικά θα τη δώσω στο Λύσανδρο. Το γραφείο μας είναι σοβαρό κι η σημερινή σου εμφάνιση μ’ εξέπληξε τόσο πολύ που αποφάσισα να μη σ’ εντάξω στην αξιολόγηση. Στη δουλειά μας ξέρεις δεν αρέσουν οι εκπλήξεις. Οι πελάτες μας απαιτούν σταθερότητα και εμπιστοσύνη από μας.


Μετά από μία ώρα έκλαιγα απαρηγόρητη στην αγκαλιά της φίλης μου.
-Τι να σου κάνω χρυσή μου. Έπρεπε να ξέρεις ότι ως Στυλούδη, είχες περισσότερες πιθανότητες να τα φτιάξεις με το διευθυντή παρά να πάρεις προαγωγή. Όχι τίποτε άλλο αλλά να χεις να βολεύεσαι και με κανά φιρμάτα παντελόνια στη ντουλάπα σου.
-Εγώ θέλω να βρω σε ποια μοιάζω. Θέλω να γίνω κάτι. Να κυκλοφορώ και οι άντρες να με κοιτάζουν με θαυμασμό. Θέλω να πατήσω κάτω τη Σκλεναρίκοβα τη Μπελούτσι, τη Τζένιφερ Λοπέζ.
-Αυτές χρυσή μου δε μένουν σε νοικιασμένο τριάρι στην Ικτίνου με φάτσα θέα τις απλωμένες κυλόττες και τα λαστέξ της κυρά Τασίας. Ούτε έχουν γκόμενο το Λάμπη. Σύνελθε και πήγαινε κάνε λίγο γιόγκα να έρθεις σε επαφή με τον κόσμο μας. Hello!!!
-Όχι όχι δε πάω πουθενά προτού βγω απ’ αυτό το προσωπικό και υπαρξιακό μου αδιέξοδο.
-Δε μου λες αφού δεν έχεις δουλειά να κάνεις γιατί δε ψάχνεις να βρεις λίγο τον εαυτό σου;
-Αυτό κάνω της λέω δηλώνοντας το αυτονόητο.
-Είσαι σε λάθος δρόμο.

Την άλλη μέρα πάντως εγώ έβαψα τα μαλλιά μου μαύρα, φούσκωσα τα χείλι, άπλωσα ρίμελ στα αμυγδαλωτά μου μάτια και πήγα για καφέ με τη Λίνα.
-Πως σου φαίνομαι ρώτησα ανήσυχη.
-Σα να μπήκες μόλις στο πρόγραμμα για απεξάρτηση.
-Δηλαδή δε μοιάζω με τη Μπελούτσι;
-Με τη Μπελούτσι όχι δε θα το λεγα. Τώρα που το λές κάτι μου φέρνεις  απ’ το μπάρμπα της Μπελούτσι τον Ερνέστο αλλά μη το κάνεις και σημαία. Δε ξέρεις τον Ερνέστο Μπελούτσι; με ρωτάει βλέποντας το απορημένο μου πρόσωπο.
-Όχι της κάνω ξεχειλίζοντας από ενδιαφέρον.
-Α κρίμα! Είναι ένα πρώτης τάξεως κύριος. Έκτακτος με τη καράφλα του, το μουστάκι του… Ακριβώς σα το περίγραμμα που έβαλες στα χείλι. Σα δίδυμα αδελφάκια είστε!
Δεν έδωσα σημασία στα πειράγματα της φίλης μου. Πάντα αντιμετώπιζε άλλωστε αρνητικά οτιδήποτε πρωτοποριακό έκανα.
-Να σου πω της λέω. Γιατί με κοιτάζουν όλοι;
-Γιατί μ’ αυτά τα πρησμένα χείλη και τα μαύρα μαλλιά, είσαι σα πάπια βουτηγμένη στη πίσσα.
-Λίνα σώσε με τι να κάνω;
-Πήγαινε στο φαρμακείο και πάρε συμπληρώματα σιδήρου. Μετά κοιμήσου σπίτι σου και αύριο το πρωί θα σαι μια χαρά. Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς. Οι ορμόνες της περιόδου τράκαραν στον εγκέφαλο.


Ακολούθησα τη συμβουλή της φίλης μου. Το πρωί με ξύπνησε το κουδούνι. Άνοιξα τη πόρτα κι είδα τη Λίνα.
-Σήκω τεμπέλα. Σου φερα αναμνηστικά.
-Τι είναι αυτά;
Άπλωσε μπροστά μου δυο τζιν παντελόνια και δυο μακό μπλουζάκια.
-Είναι τα μαθητικά μας ρούχα τρελή. Αλλά δε φτάνει που είσαι τρελή είσαι και μύωψ. Αλλιώς θα έβλεπες που και πού στη ζυγαριά ότι από τότε δεν έβαλες ούτε γραμμάριο.

Φορέσαμε τα τζιν μαζέψαμε τα μαλλιά μας αλογοουρά και βγήκαμε στο δρόμο. Άξαφνα μπήκα στο πετσί ενός ρόλου που ξέχασα. Του εαυτού μου. Του απρόβλεπτου ευφάνταστου και αιώνια εφηβικού εαυτού μου. Έστρεψα το βλέμμα μου γύρω κι είδα τους άντρες να με κοιτούν με θαυμασμό. Όμως δε με ένοιαζε πια. Είχα τη φίλη μου κοντά μου κι αυτό μου αρκούσε. Τη μοναδική μου φίλη που μ’ αγαπάει πάντα για αυτό που είμαι κάτι που πολλές φορές δε κάνω ούτε εγώ στον εαυτό μου.
Την ευχαριστώ.


Ζωή Κυροπούλου.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More